κοντύλι — το 1. μέσο με το οποίο γράφουν οι μικροί μαθητές πάνω στην πλάκα τους. 2. χρηματικό ποσό που αναγράφεται στον προϋπολογισμό ως δαπάνη ή έσοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] … Dictionary of Greek
κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] … Dictionary of Greek
κοντυλιά — και κονδυλιά, η γραμμή που γράφεται με κοντύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ιά (πρβλ. μολυβ ιά, πινελ ιά)] … Dictionary of Greek
κοντυλογραφώ — 1. γράφω με κοντύλι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοντυλογραμμένος, η, ο αυτός που έχει ωραίες γραμμές, καλλίγραμμος, χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + γραφώ (< γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο γραφώ, εικονο γραφώ] … Dictionary of Greek
μολυβδοκόνδυλο — και μολυβοκόντυλο, το κοντύλι γραφής που αποτελείται από γραφίτη και άργιλο, ή άλλη χρωστική ύλη, η οποία περιέχεται σε λεπτή ξύλινη ράβδο, αλλ. μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κονδύλι/κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μολυβδοκόνδυλον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
πετροκόντυλο — το, Ν το κοντύλι από σχιστόλιθο με το οποίο έγραφαν τα παιδιά πάνω στην πλάκα, στο αβάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κοντύλι] … Dictionary of Greek
δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… … Dictionary of Greek
κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… … Dictionary of Greek
κονδυλογράφω — (Μ) γράφω με κοντύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ν) + γράφω] … Dictionary of Greek