κοντύλι

κοντύλι
και κονδύλι και κονδύλιο(ν), το (Μ κονδύλι[ν])
1. γραφικός κάλαμος
2. πινέλο ζωγράφου
νεοελλ.
1. η γραφίδα από σχιστόλιθο με την οποία έγραφαν στο αβάκιο —στην πλάκα— οι μαθητές
2. το χρηματικό ποσό που διατίθεται για ορισμένη δαπάνη ή που αναγράφεται ως έσοδο ή έξοδο σε έναν προϋπολογισμό
3. το εφάπαξ ή σε διαδοχικές καταχωρίσεις αναγραφόμενο στα λογιστικά βιβλία έξοδο
μσν.
γραφή, γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοντύλι < κονδύλι (πρβλ. άντρας < άνδρας) < κονδύλ-ιον, υποκορ. τού αρχ. κόνδυλος «κόμπος τού καλαμιού», επειδή το καλάμι χρησιμοποιούνταν ως γραφίδα και κοβόταν από κόνδυλο σε κόνδυλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοντύλι — το 1. μέσο με το οποίο γράφουν οι μικροί μαθητές πάνω στην πλάκα τους. 2. χρηματικό ποσό που αναγράφεται στον προϋπολογισμό ως δαπάνη ή έσοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντυλιά — και κονδυλιά, η γραμμή που γράφεται με κοντύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ιά (πρβλ. μολυβ ιά, πινελ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κοντυλογραφώ — 1. γράφω με κοντύλι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοντυλογραμμένος, η, ο αυτός που έχει ωραίες γραμμές, καλλίγραμμος, χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + γραφώ (< γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο γραφώ, εικονο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοκόνδυλο — και μολυβοκόντυλο, το κοντύλι γραφής που αποτελείται από γραφίτη και άργιλο, ή άλλη χρωστική ύλη, η οποία περιέχεται σε λεπτή ξύλινη ράβδο, αλλ. μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κονδύλι/κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μολυβδοκόνδυλον, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • πετροκόντυλο — το, Ν το κοντύλι από σχιστόλιθο με το οποίο έγραφαν τα παιδιά πάνω στην πλάκα, στο αβάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κοντύλι] …   Dictionary of Greek

  • δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… …   Dictionary of Greek

  • κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • κονδυλογράφω — (Μ) γράφω με κοντύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ν) + γράφω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”